ἀντίπυγος

ἀντίπυγος
ἀντίπυγος
rump to rump
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντίπυγος — ἀντίπυγος, ον (Α) 1. αυτός που έχει τα οπίσθια στραμμένα προς τα οπίσθια άλλου 2. ο απέναντι, ο αντικρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πυγος < πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος, λευκόπυγος] …   Dictionary of Greek

  • ἀντιπύγου — ἀντίπυγος rump to rump masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπυγα — ἀντίπυγος rump to rump neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”